μονόχρονος

μονόχρονος
μονόχρονος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο
2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή
3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι», Αρίστιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος, πολύ-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονόχρονος — occupying one time unit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόχρονον — μονόχρονος occupying one time unit masc/fem acc sg μονόχρονος occupying one time unit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόχρονα — μονόχρονος occupying one time unit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόχρονοι — μονόχρονος occupying one time unit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοχρονίς — επίρρ. κατά τη διάρκεια ενός έτους, μέσα σε ένα έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόχρονος + επιρρμ. κατάλ. ις] …   Dictionary of Greek

  • μονοχρονώ — μονοχρονῶ, έω (Α) [μονόχρονος] έχω έναν μόνο προσωδιακό χρόνο, μία μόνο χρονική μονάδα …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”