- μονόχρονος
- μονόχρονος, -ον (Α)1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι», Αρίστιππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος, πολύ-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.